„καβγάς“: αρσενικό καβγάς [kaˈvɣas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-άδες> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Streit, Zank, Krach Streitαρσενικό | Maskulinum, männlich m καβγάς Zankαρσενικό | Maskulinum, männlich m καβγάς Krachαρσενικό | Maskulinum, männlich m καβγάς καβγάς