„καβαλικεύω“: μεταβατικό ρήμα καβαλικεύω [kavaliˈkjevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) steigen auf, besteigen steigen auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk καβαλικεύω άλογο besteigen καβαλικεύω άλογο καβαλικεύω άλογο „καβαλικεύω“: αμετάβατο ρήμα καβαλικεύω [kavaliˈkjevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) reiten reiten καβαλικεύω ιππεύω καβαλικεύω ιππεύω