„κέρδος“: ουδέτερο κέρδος [ˈkjerðos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Gewinn, Vorteil Gewinnαρσενικό | Maskulinum, männlich m κέρδος υλικό όφελος κέρδος υλικό όφελος Vorteilαρσενικό | Maskulinum, männlich m κέρδος πλεονέκτημα κέρδος πλεονέκτημα ejemplos κέρδη Gewinnαρσενικό | Maskulinum, männlich m Ertragαρσενικό | Maskulinum, männlich m κέρδη κέρδη Erlösαρσενικό | Maskulinum, männlich m κέρδη κέρδος από πώληση μετοχών Kursgewinnαρσενικό | Maskulinum, männlich m κέρδος από πώληση μετοχών κέρδος από τις διακυμάνσεις της ισοτιμίας Kursgewinnαρσενικό | Maskulinum, männlich m κέρδος από τις διακυμάνσεις της ισοτιμίας κέρδος χρόνου Zeitgewinnαρσενικό | Maskulinum, männlich m κέρδος χρόνου ocultar ejemplosmostrar más ejemplos