κάποτε
[ˈkapote]επίρρημα | Adverb advVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- einmalκάποτε στο παρελθόνκάποτε στο παρελθόν
- einstκάποτε παλιάκάποτε παλιά
- irgendwannκάποτε στο μέλλονκάποτε στο μέλλον
- κάποτε καμιά φορά