„κάδρο“: ουδέτερο κάδρο [ˈkaðro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Rahmen, Bild (Bilder-)Rahmenαρσενικό | Maskulinum, männlich m κάδρο πλαίσιο κάδρο πλαίσιο (Wand-)Bildουδέτερο | Neutrum, sächlich n κάδρο φωτογραφία κάδρο φωτογραφία