ισχύς
[iˈsçis]θηλυκό | Femininum, weiblich f <-ύος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Stärkeθηλυκό | Femininum, weiblich fισχύς δύναμηισχύς δύναμη
- Kraftθηλυκό | Femininum, weiblich fισχύς νομικός όρος | Rechtswesenνομισχύς νομικός όρος | Rechtswesenνομ
- Gültigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fισχύς εγκυρότηταGeltungθηλυκό | Femininum, weiblich fισχύς εγκυρότηταισχύς εγκυρότητα
- Einflussαρσενικό | Maskulinum, männlich mισχύς επιρροήισχύς επιρροή
- Durchsetzungsvermögenουδέτερο | Neutrum, sächlich nισχύς επιβολήισχύς επιβολή
ejemplos
- ισχύς επιτάχυνσης αυτοκίνητο | AutoαυτοκBeschleunigungsvermögenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- ισχύς νόμουGesetzeskraftθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ισχύς του συστήματος πέδησηςBremsleistungθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos