„ισχίο“: ουδέτερο ισχίο [iˈsçio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Hüfte, Lende Hüfteθηλυκό | Femininum, weiblich f ισχίο ανατομία | Anatomieανατ Lendeθηλυκό | Femininum, weiblich f ισχίο ανατομία | Anatomieανατ ισχίο ανατομία | Anatomieανατ