ιπποδύναμη
[ipoˈðinami]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Pferdestärkeθηλυκό | Femininum, weiblich f (PS)ιπποδύναμη αυτοκίνητο | Autoαυτοκιπποδύναμη αυτοκίνητο | Autoαυτοκ