„ιππίδες“: πληθυντικός θηλυκού ιππίδες [iˈpiðes]πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Einhufer Einhuferαρσενικό | Maskulinum, männlich m ιππίδες ζωολογία | Zoologieζωολ ιππίδες ζωολογία | Zoologieζωολ