ιλιγγιώδης
[iliŋgjiˈoðis], ιλιγγιώδης, ιλιγγιώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- schwindelerregendιλιγγιώδηςιλιγγιώδης
ejemplos
- ιλιγγιώδης ταχύτηταθηλυκό | Femininum, weiblich fAffentempoουδέτερο | Neutrum, sächlich n