ιδιοτροπία
[iðiotroˈpia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Eigentümlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fιδιοτροπία ιδιορρυθμίαιδιοτροπία ιδιορρυθμία
- Eigensinnαρσενικό | Maskulinum, männlich mιδιοτροπία παραξενιάEigenartθηλυκό | Femininum, weiblich fιδιοτροπία παραξενιάιδιοτροπία παραξενιά
- Launeθηλυκό | Femininum, weiblich fιδιοτροπία δυστροπίαιδιοτροπία δυστροπία