ιδιαιτερότητα
[iðieteˈrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Besonderheitθηλυκό | Femininum, weiblich fιδιαιτερότηταEigenartθηλυκό | Femininum, weiblich fιδιαιτερότηταιδιαιτερότητα