„θυσία“: θηλυκό θυσία [θiˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Aufopferung, Opfer Aufopferungθηλυκό | Femininum, weiblich f θυσία Opferουδέτερο | Neutrum, sächlich n θυσία θυσία ejemplos γίνομαι θυσία sich aufopfern (για für) γίνομαι θυσία πάση θυσία um jeden Preis πάση θυσία