„θυελλώδης“ θυελλώδης [θieˈloðis], θυελλώδης, θυελλώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) stürmisch, böig, tosend stürmisch, böig θυελλώδης θυελλώδης tosend θυελλώδης χειροκρότημα θυελλώδης χειροκρότημα