„θρυλικός“ θρυλικός [θriliˈkos], θρυλική, θρυλικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) legendär legendär θρυλικός θρυλικός