θρησκευτικός
[θriskjeftiˈkos], θρησκευτική, θρησκευτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Religions-θρησκευτικόςθρησκευτικός
- religiösθρησκευτικός πεποίθηση, καθήκον, φανατισμόςθρησκευτικός πεποίθηση, καθήκον, φανατισμός
ejemplos
- θρησκευτικάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplReligionsunterrichtαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- θρησκευτική διαμάχηθηλυκό | Femininum, weiblich fGlaubenskampfαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- θρησκευτική ελευθερίαθηλυκό | Femininum, weiblich fGlaubensfreiheitθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos