θεώρηση
[θeˈorisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Betrachtungθηλυκό | Femininum, weiblich fθεώρηση θέαση, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφθεώρηση θέαση, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Visumουδέτερο | Neutrum, sächlich nθεώρηση διαβατηρίουSichtvermerkαρσενικό | Maskulinum, männlich mθεώρηση διαβατηρίουθεώρηση διαβατηρίου
ejemplos
- θεώρηση εισόδουEinreisevisumουδέτερο | Neutrum, sächlich n