θερμόαιμος
[θerˈmoemos], θερμόαιμη, θερμόαιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- warmblütigθερμόαιμος ζωολογία | Zoologieζωολθερμόαιμος ζωολογία | Zoologieζωολ
- feurigθερμόαιμος ερωτικάθερμόαιμος ερωτικά
- hitzköpfigθερμόαιμος ευέξαπτος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφθερμόαιμος ευέξαπτος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ