„θεμελιωτής“: αρσενικό θεμελιωτής [θemelioˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, θεμελιώτριαθηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Gründer, Begründer Gründerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f θεμελιωτής Begründerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f θεμελιωτής θεμελιωτής