θεαματικός
[θeamatiˈkos], θεαματική, θεαματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- spektakulär, eindrucksvoll, überwältigendθεαματικόςθεαματικός