θαυματουργός
[θavmaturˈɣos], θαυματουργή, θαυματουργόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- θαυματουργή θεραπείαθηλυκό | Femininum, weiblich fWundermittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- θαυματουργή θεραπεύτριαθηλυκό | Femininum, weiblich fWunderheilerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- θαυματουργό όπλοουδέτερο | Neutrum, sächlich nWunderwaffeθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos