θαμπώνομαι
[θamˈbonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- sich blenden (lassen) (από von)θαμπώνομαι γοητεύομαιθαμπώνομαι γοητεύομαι