ηλιόλουστος
[iˈʎolustos], ηλιόλουστη, ηλιόλουστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- sonnigηλιόλουστος δωμάτιο, χώραηλιόλουστος δωμάτιο, χώρα
- lichtdurchflutetηλιόλουστος φωτεινόςηλιόλουστος φωτεινός