ηλεκτρονικός
[ilektroniˈkos], ηλεκτρονική, ηλεκτρονικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- elektronischηλεκτρονικόςηλεκτρονικός
ejemplos
- ηλεκτρονική διεύθυνσηθηλυκό | Femininum, weiblich fE-Mail-Adresseθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ηλεκτρονική μηχανογράφησηθηλυκό | Femininum, weiblich felektronische Datenverarbeitungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ηλεκτρονική σελιδοποίησηθηλυκό | Femininum, weiblich f κειμένωνDesktop-Publishingουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos