ηγεσία
[ijeˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Führungθηλυκό | Femininum, weiblich fηγεσία πολιτική | PolitikπολιτAnführungθηλυκό | Femininum, weiblich fηγεσία πολιτική | PolitikπολιτLeitungθηλυκό | Femininum, weiblich fηγεσία πολιτική | Politikπολιτηγεσία πολιτική | Politikπολιτ
ejemplos
- υπό την ηγεσίαunter der Führung
- ηγεσία του κόμματοςParteiführungθηλυκό | Femininum, weiblich f