ηγεμονία
[ijemoˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Herrschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fηγεμονία αρχηγίαηγεμονία αρχηγία
- Hegemonieθηλυκό | Femininum, weiblich fηγεμονία κυριαρχίαηγεμονία κυριαρχία