ζύμωση
[ˈzimosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Gärungθηλυκό | Femininum, weiblich fζύμωση χημεία | Chemieχημ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφζύμωση χημεία | Chemieχημ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
ejemplos
- ζύμωση μπύραςBierbrauereiθηλυκό | Femininum, weiblich f