ζωντανεύω
[zondaˈnevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εμένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- belebenζωντανεύω δίνω ζωήζωντανεύω δίνω ζωή
- wiederbelebenζωντανεύω επαναφέρω στη ζωή, κ., έθιμο άνθρωπο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφζωντανεύω επαναφέρω στη ζωή, κ., έθιμο άνθρωπο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- ζωντανεύω οικονομία
ζωντανεύω
[zondaˈnevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-εψα; -εμένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)