ζιγκολό
[ziŋgoˈlo]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Gigoloαρσενικό | Maskulinum, männlich mζιγκολόζιγκολό
- Strichjungeαρσενικό | Maskulinum, männlich mζιγκολό πόρνοςζιγκολό πόρνος