ζεστασιά
[zestaˈsja]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- behagliche Wärmeθηλυκό | Femininum, weiblich fζεστασιά ευχάριστη ζέστηζεστασιά ευχάριστη ζέστη
- Behaglichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fζεστασιά ευχάριστο συναίσθημαζεστασιά ευχάριστο συναίσθημα
- Herzlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fζεστασιά εγκαρδιότητα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφζεστασιά εγκαρδιότητα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ