„ζεματιστός“ ζεματιστός [zematisˈtos], ζεματιστή, ζεματιστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) kochend heiß kochend heiß ζεματιστός ζεματιστός