„ζήτηση“: θηλυκό ζήτηση [ˈzitisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Suche, Nachfrage Sucheθηλυκό | Femininum, weiblich f ζήτηση αναζήτηση ζήτηση αναζήτηση Nachfrageθηλυκό | Femininum, weiblich f ζήτηση οικονομία | Wirtschaftοικον ζήτηση οικονομία | Wirtschaftοικον