εύφλεκτος
[ˈeflektos], εύφλεκτη, εύφλεκτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- leicht entzündlichεύφλεκτοςεύφλεκτος
- brenzligεύφλεκτος κατάσταση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφεύφλεκτος κατάσταση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ