εφορία
[efoˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Überwachungθηλυκό | Femininum, weiblich fεφορία επίβλεψηεφορία επίβλεψη
ejemplos
- (οικονομική) εφορίαFinanzamtουδέτερο | Neutrum, sächlich n