εφικτός
[efikˈtos], εφικτή, εφικτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- machbar, durchführbar, erreichbarεφικτός κατορθωτόςεφικτός κατορθωτός