εφημερίδα
[efimeˈriða]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Zeitungθηλυκό | Femininum, weiblich fεφημερίδαεφημερίδα
ejemplos
- εφημερίδα μικρών αγγελιώνAnzeigenblattουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- εφημερίδα της ΚυβερνήσεωςAmtsblattουδέτερο | Neutrum, sächlich n