εφαρμογή
[efarmoˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Anwendungθηλυκό | Femininum, weiblich fεφαρμογή χρησιμοποίησηEinsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mεφαρμογή χρησιμοποίησηεφαρμογή χρησιμοποίηση
- Anwendungθηλυκό | Femininum, weiblich fεφαρμογή ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υεφαρμογή ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
- Durchführungθηλυκό | Femininum, weiblich fεφαρμογή πραγματοποίησηεφαρμογή πραγματοποίηση