ευτυχισμένος
[eftiçizˈmenos], ευτυχισμένη, ευτυχισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- glücklichευτυχισμένοςευτυχισμένος
ejemplos
- ευτυχισμένη οικογενειακή ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich fFamilienglückουδέτερο | Neutrum, sächlich n