„ευρύς“ ευρύς [eˈvris], ευρεία, ευρύεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) breit, weit, umfassend breit, weit ευρύς πλατύς ευρύς πλατύς umfassend ευρύς εκτεταμένος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ευρύς εκτεταμένος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ