„ευλογοφανής“ ευλογοφανής [evloɣofaˈnis], ευλογοφανής, ευλογοφανέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) plausibel plausibel ευλογοφανής ευλογοφανής