„ευλαβής“ ευλαβής [evlaˈvis], ευλαβής, ευλαβέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ευλαβικός [evlaviˈkos], ευλαβική, ευλαβικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) fromm fromm ευλαβής ευλαβής