„ευκατάστατος“ ευκατάστατος [efkaˈtastatos], ευκατάστατη, ευκατάστατοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) bemittelt bemittelt ευκατάστατος ευκατάστατος