ευκαμψία
[efkamˈpsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Biegsamkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fευκαμψίαευκαμψία
- Flexibilitätθηλυκό | Femininum, weiblich fευκαμψία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφευκαμψία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ