ευκαιρία
[efkjeˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Gelegenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fευκαιρίαευκαιρία
- Chanceθηλυκό | Femininum, weiblich fευκαιρία δυνατότηταευκαιρία δυνατότητα
- Anlassαρσενικό | Maskulinum, männlich mευκαιρία αφορμήευκαιρία αφορμή
ejemplos
-
- με την πρώτη ευκαιρίαbei der ersten Gelegenheit
- δεν είχαμε άλλη ευκαιρίαwir hatten keine andere Möglichkeit
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos