ευθύνη
[efˈθini]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Verantwortungθηλυκό | Femininum, weiblich f (για für)ευθύνηευθύνη
- Haftungθηλυκό | Femininum, weiblich fευθύνη νομικός όρος | Rechtswesenνομευθύνη νομικός όρος | Rechtswesenνομ
ejemplos
- αναλαμβάνω την ευθύνηdie Verantwortung übernehmen
- αναλαμβάνω την ευθύνη
- υπ’ ευθύνη μου/τουin eigener Verantwortung