ετοιμόρροπος
[etiˈmoropos], ετοιμόρροπη, ετοιμόρροποεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- einsturzgefährdet, baufälligετοιμόρροποςετοιμόρροπος
- altersschwachετοιμόρροπος τραπέζιετοιμόρροπος τραπέζι