ετοιμόλογος
[etiˈmoloɣos], ετοιμόλογη, ετοιμόλογοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- schlagfertigετοιμόλογος πνευματώδηςετοιμόλογος πνευματώδης