„εσώρουχα“: πληθυντικός ουδετέρου εσώρουχα [eˈsoruxa]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Wäsche (Unter-)Wäscheθηλυκό | Femininum, weiblich f εσώρουχα εσώρουχα