„εσώκλειστος“ εσώκλειστος [eˈsoklistos], εσώκλειστη, εσώκλειστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) beigefügt beigefügt εσώκλειστος εσώκλειστος