„ερωτεύομαι“: αποθετικό ρήμα ερωτεύομαι [eroˈtevome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) sich verlieben in sich verlieben in+αιτιατική | +Akkusativ +akk ερωτεύομαι ερωτεύομαι ejemplos ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλο sie haben sich ineinander verliebt ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλο